- μαλάκεια
- μαλάκειαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φατίζω — Α [φάτις] 1. ομιλώ, λέγω 2. διαφημίζω, διαδίδω 3. μνηστεύω, αρραβωνιάζω («ἐμὴ φατισθεῑσα» η αρραβωνιαστικιά μου, Ευρ.) 4. καλώ, ονομάζω («ὅσα... μαλάκεια φατίζεται», Οππ.) 5. (σχετικά με δικαστήριο) καταθέτω … Dictionary of Greek